«Η έκδοση δεκαετούς ομολόγου αποτελεί ορόσημο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας της χώρας, της ικανότητάς της να εξυπηρετεί τις χρηματοδοτικές της ανάγκες με έξοδο στις διεθνείς αγορές. Είναι η πρώτη φορά, μετά από μια περίπου δεκαετία, που το ελληνικό δημόσιο καταφέρνει να αντλήσει χρήματα από την έκδοση δεκαετούς ομολόγου και μάλιστα με ένα επιτόκιο το οποίο αγγίζει ιστορικά χαμηλά της περιόδου 2004 – 2005. Αυτό δείχνει ότι η χώρα πλέον βρίσκεται σε συνθήκη κανονικότητας, σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους», ανέφερε, μιλώντας νωρίτερα σήμερα στο ραδιοφωνικό σταθμό «105,5 στο Κόκκινο», ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκδοσης του δεκαετούς ομολόγου, ενώ απευθυνόμενος στη ΝΔ τόνισε ότι καταρρέουν όλα τα καταστροφολογικά αφηγήματά της περί συγκεκαλυμμένου μνημονίου και αδυναμίας εξόδου στις αγορές. «Οι πολίτες μπορούν να καταλάβουν ποιος είναι εκείνος που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στη μεταμνημονιακή πραγματικότητα και ποιος είναι εκείνος ο οποίος το μόνο που κάνει είναι να καταστροφολογεί» σημείωσε ο κ. Τζανακόπουλος.
Σε ερώτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις εξαγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι θα διεκδικήσει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, εάν εκλεγεί, ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε: «Πρέπει να θυμίσουμε ότι η ΝΔ κυβερνούσε τη χώρα και όταν είχε την ευκαιρία να διαπραγματευτεί, είχε αποδεχθεί ένα ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων με μέσο όρο 4% έως το 2031, ενώ για τα έτη 2016, 2017, 2018, το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, που είχε αποδεχθεί, ήταν 4,5%.
Η ΝΔ δεν κατάφερε να πιάσει έστω και μία φορά τον στόχο του δεύτερου προγράμματος. Το 2015, είχε στόχο πλεόνασμα 3%, και είχε επιτύχει ένα 0,1%. Είχε δημιουργήσει μία τρύπα, ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ, με βάση τις προβλέψεις του προγράμματος.
Η ελληνική κυβέρνηση με μια πολύ σκληρή διαπραγμάτευση πέτυχε να μειώσει αυτούς τους στόχους και να δημιουργήσει έναν χώρο 15 έως 20 δισ. ευρώ από το 2015, έως το 2018, ενώ σε ότι αφορά το μεσοπρόθεσμο διάστημα έχει συμφωνηθεί ένας στόχος 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2022, στόχος ο οποίος είναι συνδεδεμένος και με τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Μετά το 2022, το πρωτογενές πλεόνασμα, θα πρέπει να είναι κατά μέσο όρο, 2 έως 2,1%».
Συνεχίζοντας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη ότι δεν θέλει να κάνει καμία διαπραγμάτευση και αυτό το οποίο φαντασιώνεται είναι ότι -αφού ο ίδιος εφαρμόσει ένα πρόγραμμα κοινωνικής ισοπέδωσης μπροστά στο οποίο οι προτάσεις του ΔΝΤ θα θυμίζουν νηπιαγωγείο, και θα έχουν οδηγήσει, όπως λέει, σε αναπτυξιακό άλμα την ελληνική οικονομία, πράγμα το οποίο είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συμβεί- οι Ευρωπαίοι θα του δώσουν ως δώρο, ένα χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για το 2021, ή για το 2022. Πρόκειται για κοινωνικά επικίνδυνη στρατηγική η οποία απειλεί να γυρίσει την Ελλάδα πίσω, στις πιο σκοτεινές μέρες της μνημονιακής περιόδου 2012 -2013, ίσως και χειρότερα. Εφόσον ο συσχετισμός δύναμης το επιτρέψει και υπάρξει μια συνολική συζήτηση στην Ευρώπη για τα θέματα της λιτότητας, μόνο μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, θα είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει κάτι καλύτερο ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα».
Ερωτηθείς για τις διαφορετικές γραμμές που συγκρούονται στις ερχόμενες ευρωεκλογές, ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε πως στην Ευρώπη έχουν επικρατήσει οι συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες επέλεξαν για την διαχείριση της κρίσης μια πολιτική σκληρότατης λιτότητας. Η κυριαρχία αυτών των δυνάμεων έχει δημιουργήσει το έδαφος επάνω στο οποίο μπορούν να καλλιεργηθούν οι πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς, οι οποίες αμφισβητούν τις ίδιες τις ευρωπαϊκές αξίες και την διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συγκροτείται ένα “μαύρο μέτωπο”, η επικράτηση του οποίου θα είναι καταστροφική για το μέλλον της Ευρώπης.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη, ότι παρότι συντάχθηκε στην Ευρώπη με τα άλλα κόμματα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος κατά του κ. Ορμπάν, συρόμενος από τις αποφάσεις του ΕΛΚ, την ίδια στιγμή στελέχη του κόμματος του, όπως ο κ. Κύρτσος, έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους στον κ. Ορμπάν.
«Αν παρατηρήσουμε τη στάση της ΝΔ σε ότι αφορά την Συμφωνία των Πρεσπών και τη διαχείριση του προσφυγικού και τις καταστροφικές», όπως τις χαρακτήρισε, «θέσεις της για την οικονομία, διαπιστώνουμε ότι από ένα κεντροδεξιό φιλελεύθερο κόμμα, έχει μετατραπεί σε ένα υβρίδιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιού πολιτικού λόγο, το οποίο αποτελεί και το σημείο επαφής της με πολιτικές δυνάμεις τύπου Όρμπαν και Κούρτς», υποστήριξε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Συνεχίζοντας , κατηγόρησε το ΚΙΝΑΛ ότι «δείχνει να ταυτίζεται με τη ΝΔ και αυτό είναι που δημιουργεί όρους αναδιαρθρώσεων και αναδιαμορφώσεων στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο στην Ελλάδα», ενώ για το Ποτάμι είπε, πως δεν έχει σαφή στρατηγική και γι αυτό οδηγήθηκε στη σημερινή του κρίση.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ», πρόσθεσε, «εκφράζει και εκπροσωπεί την αριστερά, τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες και τμήματα ελευθέρων επαγγελματιών με χαμηλότερα εισοδήματα και επιδιώκει να εκφράσει και ένα τμήμα της κοινωνίας, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται στον πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ένα ευρύτερο μέτωπο απέναντι στην δεξιά και στην ακροδεξιά, στις ευρωεκλογές με τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ να είναι αναβαθμισμένος.
Ερωτηθείς τέλος για τα πορίσματα και τις διώξεις σχετικά με τις ευθύνες για την τραγωδία στο Μάτι, είπε ότι δεν σχολιάζει τη δικαστική εξέλιξη, ενώ παράλληλα εκτίμησε, ότι «ασκήθηκαν πιέσεις από πολλές κατευθύνσεις», προκειμένου να υπάρξει αυτή η εξέλιξη.
«Πιστεύω ότι η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου έκανε, σε μια πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση σε μια πρωτοφανώς ακραία συνθήκη, αυτό το οποίο όφειλε, με βάση τον νόμο και τις αρμοδιότητές της. Αναμένουμε τη δικαστική εξέλιξη, αλλά πιστεύουμε ότι δε μπορούν να δημιουργηθούν από τη συγκεκριμένη υπόθεση, πολιτικές εντυπώσεις κατά τον τρόπο με τον οποίο επιδιώκει η αντιπολίτευση και ένα κομμάτι του αντιπολιτευόμενου τύπου» είπε ο κ. Τζανακόπουλος και κατέληξε: «Παρατηρούμε, όμως, στην υπόθεση αυτή μια διαφορετική προσέγγιση από ότι σε άλλες, στις οποίες η Δικαιοσύνη έχει ασκήσει διώξεις, έχει προχωρήσει σε πορίσματα που αφορούν στο παλιό πολιτικό σύστημα. Εκεί τις περισσότερες φορές οι εμπλεκόμενοι, πολιτικά κόμματα ή πολιτικά πρόσωπα, έχουν μιλήσει για σκευωρίες και έχουν απειλήσει δικαστές ή μάρτυρες, έχουν κάνει διάφορες ακραίες και εξωθεσμικές κινήσεις. Δεν πρόκειται να κάνουμε τέτοιες ενέργειες και αυτό αναδεικνύει και τη διαφορετική ποιότητα των πολιτικών χώρων. Υπάρχουν από την ΝΔ και τον αντιπολιτευόμενο Τύπο δυο μέτρα και δυο σταθμά».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στον ρ/σ 105,5 Στο Κόκκινο και τον δημοσιογράφο Νίκο Σβέρκο:
ΣΒΕΡΚΟΣ: Να καλωσορίσουμε τον Υπουργό Επικρατείας και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, τον κ. Δημήτρη Τζανακόπουλο, ο οποίος είναι στην τηλεφωνική μας γραμμή. Καλή σας ημέρα, κ. Τζανακόπουλε.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Καλή σας ημέρα, κ. Σβέρκο.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Λοιπόν, νομίζω ότι το πρώτο κυρίαρχο και τα καλά νέα μας ήρθαν εχθές από την έκδοση του δεκαετούς ομολόγου. Από την κυβέρνηση, βεβαίως, υπάρχει μια ικανοποίηση, όπως καταλαβαίνω και θέλω να μας εξηγήσετε και τους λόγους αυτής της ικανοποίησης.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Βεβαίως υπάρχει ικανοποίηση. Ξέρετε ότι η έκδοση δεκαετούς ομολόγου αποτελεί στην πραγματικότητα ορόσημο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας της χώρας, της ικανότητάς της να εξυπηρετεί τις χρηματοδοτικές της ανάγκες με έξοδο στις διεθνείς αγορές. Μέχρι τώρα είχαν γίνει τα δοκιμαστικά βήματα των εκδόσεων, τόσο κατά τη διάρκεια του προγράμματος όσο και η προηγούμενη έκδοση του πενταετούς. Όμως είναι η πρώτη φορά που μετά από μια περίπου δεκαετία η ελληνική κυβέρνηση, το ελληνικό δημόσιο καταφέρνει να αντλήσει χρήματα από την έκδοση δεκαετούς ομολόγου και μάλιστα με ένα επιτόκιο, το οποίο αγγίζει τα ιστορικά χαμηλά της περιόδου 2004-2005. Είναι ένα από τα καλύτερα επιτόκια που έχει επιτύχει ποτέ το ελληνικό δημόσιο, πράγμα το οποίο δείχνει ότι η χώρα πλέον βρίσκεται σε συνθήκη κανονικότητας, σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της. Νομίζω ότι καταρρέουν όλα τα αφηγήματα περί συγκεκαλυμμένου μνημονίου, όλα τα αφηγήματα περί αδυναμίας εξόδου στις αγορές. Είναι η ίδια η πραγματικότητα που σφυροκοπά στην πραγματικότητα τα επιχειρήματα του κ. Μητσοτάκη. Είναι πολύ λίγα αυτά τα οποία χρειάζεται να προσθέσει κανείς. Γιατί ξέρετε ό,τι και να έχει πει ο κ. Μητσοτάκης τα τελευταία τρία χρόνια, που βρίσκεται στην ηγεσία της ΝΔ, έχει καταρρεύσει από την ίδια την πραγματικότητα. Νομίζω ότι πλέον οι πολίτες καταλαβαίνουν ποιος είναι αξιόπιστος, ποιος μπορεί να οδηγήσει τη χώρα με ασφάλεια σε αυτή τη νέα μεταμνημονιακή περίοδο και ποιος είναι εκείνος, ο οποίος το μόνο που κάνει είναι να καταστροφολογεί. Βεβαίως, να σας πω την αλήθεια, επειδή ο κ. Μητσοτάκης το έχει κατανοήσει αυτό, επειδή γνωρίζει ότι δεν του βγήκε το αφήγημα της καταστροφολογίας, έφτασε μέχρι του σημείου, που προκαλεί μια κάποια θυμηδία, να λέει ότι οι αγορές σέβονται την ελληνική οικονομία επειδή σε λίγο καιρό θα έχουμε εκλογές. Και νομίζω ότι ο κ. Τσακαλώτος του απάντησε έτσι όπως του άρμοζε, ότι δηλαδή αν αυτή η συνθήκη που επικρατεί σήμερα είναι αρκετή για να έχουμε την εμπιστοσύνη των αγορών, δηλαδή να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και η ΝΔ στην αντιπολίτευση, τότε για ποιον λόγο να μην αναπαραχθεί το ίδιο σχήμα και μετά τις εκλογές. Ούτως ή άλλως, ομάδα που κερδίζει δεν χρειάζεται να την αλλάξεις.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Από εκεί και πέρα, αυτή η έκδοση του δεκαετούς ομολόγου, τα καλά επιτόκια τα οποία επετεύχθησαν σε σχέση με άλλες χώρες οι οποίες όταν βγήκαν από τα δικά τους μνημόνια είχαν πολύ μεγαλύτερα επιτόκια. Θυμίζω, για παράδειγμα, η Ιρλανδία είχε κοντά στο 5,5%.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: 5,9% αν δεν κάνω λάθος. Ήταν το επταετές, αν δεν κάνω λάθος, κιόλας, της Ιρλανδίας.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Όλα αυτά, όπως λέτε κι εσείς, δείχνουν προς μία κατεύθυνση ότι η ελληνική οικονομία βαίνει προς την κανονικότητα. Θα λέγαμε, υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα, βεβαίως, που έχει να κάνει με την ελληνική οικονομία και με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και αφορά στο ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ακούσαμε από τη ΝΔ και από τον κ. Μητσοτάκη ότι θα διεκδικήσει εκείνος να υπάρξουν χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, εάν εκείνος εκλεγεί. Είναι στόχος και για την κυβέρνηση αυτός, κ. Τζανακόπουλε;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω ότι πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση, σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, κ. Σβέρκο. Το πρώτο που πρέπει να θυμίζουμε είναι ότι η ΝΔ κυβερνούσε τη χώρα και όταν είχε την ευκαιρία να διαπραγματευθεί για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, είχε αποδεχθεί ένα ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων με μέσο όρο 4% μέχρι το 2031, ενώ για τα έτη 2016, 2017 και 2018 το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, το οποίο είχε η ίδια αποδεχθεί, ήταν 4,5%. Όχι μόνο αυτό, αλλά παρά το γεγονός των υψηλών, αδιανόητα υψηλών, στόχων τους οποίους είχε αποδεχθεί, η ΝΔ δεν κατάφερε ποτέ να πιάσει έστω και μία φορά τον στόχο του δεύτερου προγράμματος. Σας θυμίζω ότι το 2015 είχε στόχο το πρόγραμμα, αν δεν κάνω λάθος, 3% πρωτογενές πλεόνασμα, με βάση το δεύτερο μνημόνιο και η κυβέρνηση τότε είχε καταφέρει ένα 0,1%, ένα 0%. Δηλαδή, είχε δημιουργήσει μία «τρύπα», ύψους περίπου 6 δισεκατομμυρίων, με βάση τις ίδιες τις προβλέψεις του προγράμματος του δεύτερου. Επομένως, νομίζω ότι αυτό είναι το πρώτο σημείο το οποίο πρέπει να υπενθυμίζουμε. Από εκεί και πέρα, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε, με μια πολύ σκληρή διαπραγμάτευση, να μειώσει αυτούς τους στόχους, να δημιουργήσει έναν χώρο περίπου 15 – 20 δισεκατομμυρίων από το 2015 μέχρι το 2018, ενώ σε ό,τι αφορά το μεσοπρόθεσμο διάστημα, ξέρετε ότι έχουμε συμφωνήσει το 3,5% μέχρι το 2022, έναν στόχο ο οποίος είναι συνδεδεμένος και με τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Ενώ μετά το 2022 το πρωτογενές πλεόνασμα, στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, θα πρέπει να είναι κατά μέσο όρο 2 – 2,1%. Το τρίτο σχόλιο που θέλω να κάνω είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν σκοπεύει να κάνει καμία διαπραγμάτευση. Αυτό το οποίο φαντασιώνεται είναι το εξής: ότι αφού ο ίδιος εφαρμόσει ένα πρόγραμμα κοινωνικής ισοπέδωσης, μπροστά στο οποίο οι προτάσεις του ΔΝΤ θα θυμίζουν νηπιαγωγείο, αφού λοιπόν εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα απολύσεων, μειώσεων μισθών, απορρύθμισης αγοράς εργασίας, διάλυση του κοινωνικού κράτους, μείγματος της υγείας στην ιδιωτική πρωτοβουλία, με απαξίωση των δημόσιων νοσοκομείων, αφού δημιουργηθούν όροι για μαζικές εργολαβίες στο ελληνικό δημόσιο, αφού γίνουν απολύσεις στο ελληνικό δημόσιο, αφού μειωθεί ο κανόνας προσλήψεων – αποχωρήσεων στο δημόσιο από το 1 προς 1, στο 1 προς 5 και αφού διαλυθεί και το κοινωνικό ασφαλιστικό σύστημα της χώρας με τις προτάσεις για το ασφαλιστικό Πινοσέτ, οι οποίες στην κυριολεξία θα δημιουργήσουν μια τεράστια «μαύρη τρύπα» στα ασφαλιστικά ταμεία, τινάζοντας στον αέρα τις συντάξεις 2,5 εκατομμυρίων ανθρώπων, τότε, θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης, ότι αφού όλα αυτά θα έχουν εφαρμοστεί και υποτίθεται ότι θα έχουν οδηγήσει σε ένα αναπτυξιακό άλμα την ελληνική οικονομία, πράγμα το οποίο είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συμβεί, οι Ευρωπαίοι θα του δώσουν δώρο ένα χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για το 2021 ή για το 2022, ενδεχομένως. Πρόκειται για μία φαντασιωτική στρατηγική, πρόκειται για μία στρατηγική η οποία είναι κοινωνικά επικίνδυνη, πρόκειται για μία στρατηγική η οποία, στην κυριολεξία, απειλεί να γυρίσει την Ελλάδα πίσω στις πιο σκοτεινές μέρες της μνημονιακής περιόδου, τις μέρες του 2012-2013, ίσως και ακόμα χειρότερα. Άρα, λοιπόν, ο ελληνικός λαός θα πρέπει να το έχει υπόψη του αυτό. Το τελευταίο σχόλιο που θέλω να κάνω, σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα, είναι ότι εφόσον ο συσχετισμός δύναμης το επιτρέψει, εφόσον ανοίξει μία συνολική συζήτηση στην Ευρώπη για τα θέματα της λιτότητας και είναι μόνο μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι μόνο μια κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα που θα είχε τη δυνατότητα, και λόγω της αξιοπιστίας που έχει πλέον, να διεκδικήσει κάτι καλύτερο ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Πάντως, το ερώτημα βέβαια έγινε επειδή άνοιξε αυτό το θέμα και από την πλευρά των Βρυξελλών, από την πλευρά για παράδειγμα της Κομισιόν και του Ευρωπαίου επιτρόπου. Αλλά φαίνεται ότι ξεκαθαρίζουν λίγο και οι γραμμές ανάμεσα στο προοδευτικό και το συντηρητικό στρατόπεδο. Γιατί έχουμε και τις ευρωεκλογές, όλος ο ευρωπαϊκός μηχανισμός, βέβαια, κινείται και βάσει αυτών των ευρωεκλογών. Θα μπορούσε να πούμε ότι θα έχουμε μία εικόνα σύγκρουσης, πολύ άγριας σύγκρουσης ανάμεσα στο προοδευτικό και το συντηρητικό στρατόπεδο.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κοιτάξτε να δείτε, στην Ευρώπη έχουν επικρατήσει οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες για τη διαχείριση της κρίσης –για να μην πάμε ακόμη πιο πίσω- επέλεξαν μια πολιτική σκληρότατης λιτότητας και ατσάλινης δημοσιονομικής πειθαρχίας, πράγμα το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις είτε επιβράδυνε την ανάκαμψη των οικονομιών σε κρίση είτε δημιούργησε όρους ενός καθοδικού σπιράλ όπως στη χώρα μας. Αλλά και σε άλλες χώρες, με μικρότερη ένταση βεβαίως, διότι τα προγράμματα, τα οποία υλοποιήθηκαν στην Πορτογαλία, ή στην Ιρλανδία ή στην Κύπρο δεν ήταν τόσο σκληρά όσο το πρόγραμμα το οποίο υλοποιήθηκε στην Ελλάδα και για αυτόν τον λόγο οι χώρες αυτές κατάφεραν να βγουν και πιο γρήγορα από τα προγράμματα. Διότι υπήρχε η εμπειρία της Ελλάδας με τους λανθασμένους πολλαπλασιαστές, με την υπερβολική λιτότητα, η οποία τελικά έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα και δημιούργησε αυτούς τους όρους αναπαραγωγής της κρίσης. Η κυριαρχία αυτών των πολιτικών δυνάμεων είναι προφανές ότι έχει καλλιεργήσει και το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να αναδειχθούν, αν θέλετε, να δημιουργηθούν, να διαμορφωθούν και να ενισχυθούν οι πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς, οι οποίες αμφισβητούν όχι τις πολιτικές της Ευρώπης αλλά τις αξίες αν θέλετε που εγγράφονται στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Να πούμε ότι αυτός που ευθύνεται συνολικά για την οικονομική μας κατάσταση είναι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και όχι η υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών λόγω των συσχετισμών οι οποίοι καταγράφονται στην ΕΕ. Νομίζω ότι έτσι δημιουργείται ένα πεδίο επικοινωνίας μεταξύ δεξιάς και άκρας δεξιάς στην Ευρώπη και συγκροτείται και ένα «μαύρο» μέτωπο, του οποίου η επικράτηση θα είναι καταστροφική για το μέλλον της Ευρώπης.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Όμως κύριε Τζανακόπουλε, θα απαντήσει κάποιος από τη Νέα Δημοκρατία ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης συντάχθηκε με τους υπόλοιπους, με τα 12 κόμματα μέσα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα της ευρωπαϊκής δεξιάς εναντίον του Βίκτορ Όρμπαν. Βέβαια είπε ότι η έκφραση του λαϊκισμού στην Ελλάδα είναι η παρούσα κυβέρνηση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο κ. Μητσοτάκης συντάχθηκε τελευταίος όλων και συντάχθηκε διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όμως αυτό το οποίο θα πρέπει να σας θυμίσω είναι ότι τα δικά του στελέχη αποθέωναν πολιτικά τον Όρμπαν εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ο κ. Κύρτσος έχει κάνει αρκετές δηλώσεις όπου όχι μόνο «ξεπλένουν» την πολιτική του κ. Όρμπαν αλλά αντιθέτως τον θέτουν και ως έναν από τους κεντρικούς πολιτικούς συνομιλητές και μέλη του ΕΛΚ με τα οποία η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να έχει ισχυρές σχέσεις. Σας θυμίζω ότι όταν ο πρωθυπουργός είχε παρομοιάσει τη Νέα Δημοκρατία με το πολιτικό σχήμα του Όρμπαν, στην ελληνική Βουλή αυτοί που είχαν αντιδράσει ήταν οι βουλευτές που κάθονταν στα πρώτα έδρανα από τη μεριά της αξιωματικής αντιπολίτευσης φωνάζοντας ότι ο Όρμπαν έχει 49% και δεν μπορείς να του ασκείς κριτική. Άρα λοιπόν εδώ υπάρχει μια σύνδεση πάρα πολύ βαθιά, την οποία δεν μπορεί να την κρύψει ούτε να τη συγκαλύψει ο κ. Μητσοτάκης πίσω από μια πολιτική στην οποία στην πραγματικότητα σύρεται εξαιτίας των αποφάσεων που παίρνονται στο ΕΛΚ και τις οποίες προφανώς δεν έχει τη δυνατότητα ούτε τη δύναμη ούτε το σθένος να αμφισβητήσει. Στην Ευρώπη ο κ. Μητσοτάκης θα το παίζει φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής και στην Ελλάδα θα το παίζει ακροδεξιός κατά τον τρόπο τον οποίο συνηθίσαμε τουλάχιστον τον τελευταίο έναν χρόνο. Άρα νομίζω ότι δεν μπορεί να βγάλει κανείς πολιτικό συμπέρασμα από την κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, μία κίνηση εντυπώσεων. Αντίθετα πολιτικά συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε αν παρατηρήσουμε τη στάση της Νέας Δημοκρατίας όλο το τελευταίο διάστημα και σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών και σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού και σε ό,τι αφορά φυσικά τις καταστροφικές της θέσεις για την οικονομία. Το έχουμε πει πάρα πολλές φορές η Νέα Δημοκρατία από ένα κεντροδεξιό φιλελεύθερο κόμμα έχει μετατραπεί σε ένα υβρίδιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιού πολιτικού λόγου, πράγμα το οποίο νομίζω ότι αποτελεί και το σημείο επαφής της με τις πολιτικές δυνάμεις τύπου Όρμπαν και Κουρτς.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επενδύει ας πούμε στη διεύρυνσή της και τη δημιουργία ενός προοδευτικού μετώπου και με τη συμμετοχή της κεντροαριστεράς. Από την άλλη όμως βλέπουμε όμως την εν Ελλάδι κεντροαριστερα ή τέλος πάντων τα κόμματα τα οποία βρίσκονται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία να μην καλοβλέπουν αυτή την κίνηση. Είδαμε και την κριτική που ασκήθηκε πολύ έντονα και στην εκδήλωση που μιλούσε ο Ούντο Μπούλμαν, ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο, και βλέπουμε μάλιστα και στελέχη αυτών των κομμάτων να μπαίνουν ακόμη και στις συζητήσεις και να απευθύνουν ερωτήματα αναφορικά με εκείνη την ιστορία με το αεροσκάφος της Βενεζουέλας, που τελικά δεν ήρθε από τη Βενεζουέλα αλλά ερχόταν από την Ασία κλπ. Δεν νιώθετε, κάπως μόνοι;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κοιτάξτε. Γελάω, διότι το τελευταίο διάστημα πραγματικά οι προσπάθειες να καλλιεργηθούν και, ξέρετε, να διασπαρθούν -αν θέλετε- θεωρίες συνωμοσίας είναι προσπάθεια που στην κυριολεξία με αφήνει άναυδο. Τώρα ανακαλύφθηκε, ας πούμε, το αεροσκάφος από τη Βενεζουέλα, που δεν ήρθε από τη Βενεζουέλα, σωστά το είπατε, ήρθε από την Ασία, έμεινε για 4 ώρες εδώ και πάνω σε αυτό –δεν ξέρω- προσπάθησαν από την ΝΔ, από την αντιπολιτευόμενο Τύπο, να δημιουργήσουν μια θεωρία συνωμοσίας ότι τι; Ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Βενεζουέλας, ο οποίος βρισκόταν λίγες ημέρες πριν στη Γενεύη σε συνέλευση του ΟΗΕ, συναντήθηκε δήθεν με κάποιον έλληνα αξιωματούχο. Δηλαδή, πράγματα τα οποία είναι στην κυριολεξία ακατανόητα. Και δεν ξέρω κιόλας αν έχουν συνείδηση στη ΝΔ ότι δεν μπορούν με αυτό τον τρόπο να ασκήσουν αντιπολίτευση, ούτε να δημιουργήσουν πολιτικά –αν θέλετε- πολιτικά αποτελέσματα. Εν πάση περιπτώσει, να γυρίσουμε στο σημαντικό που είναι το ζήτημα του ανοίγματος στον προοδευτικό χώρο. Εμένα μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι, για ακόμη μια φορά, στελέχη του προοδευτικού χώρου αν θέλετε ή της κεντροαριστεράς υιοθετούν τα επιχειρήματα και τις θεωρίες της ΝΔ, λέγοντας για τον Μαδούρο, ας πούμε. Λες και αυτό είναι πολιτική κριτική σοβαρή και η οποία θα μπορούσε να κάνει κατά τον οποιοδήποτε τρόπο, να δικαιολογήσει τις δικές τους πολιτικές επιλογές σε σχέση, για παράδειγμα, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, σε σχέση, για παράδειγμα, με τον κατώτατο μισθό, σε σχέση, για παράδειγμα, με το ασφαλιστικό σύστημα, με μια σειρά από ζητήματα που μπορεί να αφορούν το κοινωνικό κράτος. Το βέβαιο είναι ότι, για ακόμη μια φορά, ιδιαίτερα το Κίνημα Αλλαγής δείχνει να ταυτίζεται και ως προς την πολιτική ουσία και ως προς την πολιτική ρητορική με τη ΝΔ. Και αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί όρους αναδιαρθρώσεων και αναδιαμορφώσεων στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει –αν θέλετε- και εκπροσωπεί την Αριστερά και τον κόσμο της μισθωτής εργασίας κυρίαρχα, αλλά και τους ανθρώπους του μόχθου, τους ανθρώπους των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ένα τμήμα των ελευθέρων επαγγελματιών με χαμηλότερα εισοδήματα, κ.λ.π. Και από εκεί και πέρα, αυτή τη στιγμή επιδιώκει να εκφράσει και ένα τμήμα της κοινωνίας, το οποίο προσδιορίζεται κυρίαρχα με πολιτικούς όρους στον χώρο της κεντροαριστεράς. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει ακριβώς λόγω των διαρκών μετατοπίσεων του ΚΙΝΑΛ προς τη δεξιά, προς τη ΝΔ, που πλέον έχω την εντύπωση ότι δεν μιλάμε για στρατηγική σύμπλευση. Μιλάμε για ταύτιση των δύο κομμάτων, εξαιτίας και του γεγονότος ότι αυτά τα δύο κόμματα συνενώθηκαν σε ένα και ενιαίο πολιτικό καθεστώς, ιδιαίτερα από το 2011 και μετά. Και αυτό νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να το υπερβεί το ΚΙΝΑΛ και άρα δημιουργείται ένας χώρος, ο οποίος πρέπει να εκφραστεί και θα εκφραστεί από τις πρωτοβουλίες τις οποίες παίρνει ο ΣΥΡΙΖΑ και τα ανοίγματα τα οποία κάνει. Από εκεί και πέρα, ούτε Το Ποτάμι φαίνεται να έχει μία δυνατότητα έκφρασης του χώρου, εξαιτίας των παλινωδιών του, εξαιτίας των πολιτικών του αντιφάσεων, εξαιτίας του γεγονότος ότι στην πραγματικότητα δεν έχει μία σαφή πολιτική στρατηγική. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο οδηγήθηκε και στη σημερινή του κρίση. Άρα, λοιπόν, δημιουργούνται οι όροι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, για ένα ευρύτερο μέτωπο απέναντι στη δεξιά και την ακροδεξιά στις ευρωεκλογές, με τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το μέτωπο να είναι προφανώς αναβαθμισμένος και αυτό το αναγνωρίζουν όλοι.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Κύριε Τζανακόπουλε, θέλω και ένα τελευταίο σχόλιό σας αναφορικά με το πόρισμα το οποίο βγήκε για το Μάτι, αλλά και για τη δικαστική εξέλιξη του όλου πράγματος, για τις ποινικές διώξεις. Βλέπουμε, βέβαια, διαφόρων ειδών αντιμετώπιση από τα Μέσα Ενημέρωσης. Σήμερα άλλα ΜΜΕ λένε ότι υπάρχουν ξεκάθαρες ευθύνες και στην Περιφερειάρχη Αττικής, την κυρία Δούρου. Μάλιστα, η κυρία Γεννηματά ζητά και την παραίτησή της και εστιάζουν σε αυτό. Βλέπω άλλα ΜΜΕ που λένε ότι ήταν πολύ ήρεμο το συγκεκριμένο πόρισμα και ο καταλογισμός ευθυνών. Θέλω και το δικό σας σχόλιο γύρω από αυτή την εξέλιξη.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ δεν πρόκειται να σχολιάσω σε καμία περίπτωση τη δικαστική διαδικασία. Νομίζω ότι βεβαίως δημιουργήθηκαν πιέσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, για να οδηγηθούμε σε αυτή τη δικαστική εξέλιξη. Όμως, την ίδια στιγμή, πιστεύω ότι η Ρένα Δούρου, η Περιφερειάρχης Αττικής, έκανε σε μία πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση, σε μία πραγματική τραγωδία, αλλά και σε μια πρωτοφανώς ακραία συνθήκη, αυτό το οποίο όφειλε με βάση τις αρμοδιότητές της και με βάση τον νόμο. Αναμένουμε, βεβαίως, τη δικαστική εξέλιξη, την παρακολουθούμε. Ωστόσο, νομίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δημιουργηθούν από τη συγκεκριμένη υπόθεση πολιτικές εντυπώσεις, κατά τον τρόπο με τον οποίο τις επιδιώκει να τις δημιουργήσει η αντιπολίτευση και ένα κομμάτι του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Όποιος προσπαθήσει αυτή την υπόθεση να την αξιοποιήσει πολιτικά νομίζω ότι μόνο να χάσει θα έχει. Από εκεί και πέρα, βλέπω, όμως, επιτρέψτε μου και ένα σχόλιο, μια διαφορετική προσέγγιση στη συγκεκριμένη υπόθεση απ’ ό,τι σε άλλες υποθέσεις, κατά τις οποίες η Δικαιοσύνη έχει ασκήσει ποινικές διώξεις, έχει προχωρήσει σε πορίσματα, έχει δημιουργήσει όρους ευθύνης για το παλιό πολιτικό σύστημα όπου εκεί τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες τις φορές, οι εμπλεκόμενοι, είτε οι πολιτικά εμπλεκόμενοι, εννοώ τα πολιτικά κόμματα, είτε οι προσωπικά εμπλεκόμενοι και εννοώ τα πολιτικά πρόσωπα, έχουν μιλήσει για σκευωρίες, έχουν απειλήσει δικαστές, έχουν απειλήσει μάρτυρες, έχουν κάνει διάφορα ακραία και εξωθεσμικά, διάφορες ακραίες και εξωθεσμικές κινήσεις. Εμείς δεν πρόκειται να προβούμε σε τέτοιες ενέργειες και αυτό αναδεικνύει και τη διαφορετική ποιότητα των πολιτικών χώρων. Όμως, νομίζω ότι θα έπρεπε να υποσημειώσουμε το γεγονός ότι έχουμε μάλλον εδώ από τη ΝΔ και τον αντιπολιτευόμενο Τύπο δύο μέτρα και δύο σταθμά.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Κύριε Τζανακόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Να είστε καλά.